- σφικτ-
- см. σφιχτ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοντοσφίκτουρον — κοντοσφίκτουρον, τὸ (Μ) μανδύας κοντός και εφαρμοστός στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + σφικτ ούριον (< σφικτός + ουρά + κατάλ. ιον)] … Dictionary of Greek